6/13/2011

«Προγονική υπερτροφία»

 
... χαρακτηρίζει ο Ε. Γιανίδης την παθιασμένη προσκόλληση και αρχαιολατρεία, που μας δέρνει. Κι’ αλήθεια, τι ωφελεί να παίζουμε κρυφτούλι; Είμαστε γεμάτοι συμπλέγματα κατωτερότητας μπροστά σ’ αυτό το μέγα και ένδοξο παρελθόν, που δεν ξέρω αν δεν κατάντησε και η κατάρα μας. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε, πως ο νόμος της ζωής είναι η αιώνια αλλαγή και πως δεν ωφελεί να αρνιόμαστε την παρακμή, γιατί μόνο αν την παραδεχτούμε θα την ξεπεράσουμε. Μήπως οι Ιταλοί δεν ζήσανε μια εξ ίσου τεράστια πνευματική ακμή, σε συνέχεια της αρχαίας ελληνικής; Δεν δημιούργησαν τον ρωμαϊκό πολιτισμό; Μα δεν κόλλησαν στην λατινική γλώσσα και στον αμετάκλητο θάνατό της. Γιατί κατάλαβαν έγκαιρα, πως «το μονοπώλιο της κατασκευής των γλωσσών το έχουνε οι λαοί». Εμείς, αντίθετα, αχ εμείς, κατασκευάσαμε μια μούμια, έναν τύραννο – φάντασμα, τον κλασσικό μας πολιτισμό και τον στήσαμε μπαμπούλα, σκιάχτρο και διώχτη των νεώτερων Ελλήνων, απ’ ότι λέγεται και είναι μόρφωση και παιδεία.

Δεν ζηλέψαμε άλλο πρότυπο από την Αφρική. Ναι, γιατί μόνον εκεί, ο μικρός μαύρος μιλούσε κι άκουγε τη γλώσσα της φυλής του, στους δρόμους, στο σπίτι, στα παιχνίδια του και σαν πήγαινε στο σχολειό, διδασκότανε μια άλλη, τελείως διαφορετική γλώσσα, ανάλογα με τον αποικιοκράτη που τον είχε υποδουλώσει. Στο Αλγέρι, γαλλικά, στη Ροδεσία αγγλικά, στην Αγκόλα πορτογαλέζικα κ.λ.π. Αλλά εκεί, τουλάχιστον ο Γάλλος, ο Άγγλος, ο Πορτογάλος δάσκαλος μιλούσε την ίδια γλώσσα μ’ αυτήν που δίδασκε. Μόνο σε μας συμβαίνει αυτό το μοναδικό, το ανεπανάληπτο γεγονός: Nα μη μιλάει ο δάσκαλος τη γλώσσα που διδάσκει αλλά ούτε και ο μαθητής τη γλώσσα που (υποτίθεται πως) μαθαίνει.

Πλαστογραφούμε, λοιπόν, επιταγές δόξας και σοφίας, χωρίς κανένα αντίκρυσμα. Αλλά πλαστογραφούμε το παρελθόν εις βάρος του παρόντος.

Αρνιόμαστε κάθε εξέλιξη κι αποδεικνύεται πως είμαστε απληροφόρητοι για όλα τα σύγχρονα, αλλά και στοιχειώδη παιδαγωγικά συστήματα. Μα ούτε ένας, λοιπόν, δεν είχε την περιέργεια να επισκεφθεί ένα κοινό ινστιτούτο ξένων γλωσσών από τα αναρίθμητα, καλά και κακά, που πλημμυρίζουν της Ελλάδα; Όταν ένα μαθητής – όποιας ηλικίας – μπει στην πρώτη τάξη μιας ξένης γλώσσας, δεν τον στήνουν μπροστά σε κείμενα, αλλά σε εικόνες και απλοϊκό διάλογο: Το τραπέζι, το βιβλίο, το παιδί, το μολύβι. Τον αντιμετωπίζουν δηλαδή, - το μαθητή -  σαν νεογέννητο, που εξοικειώνεται πρώτα με τις παραστάσεις και τα καθημερινά αντικείμενα που τον περιβάλλουν, μαθαίνοντας την ονομασία τους. Κι όταν πια, θα μπει μπροστά του το βιβλίο, θα αναγνωρίσει και θα διαβάσει με χαρά, το τόπι που παίζει, το τραπέζι που γράφει, την καρέκλα που κάθεται. Σε μας, όμως, τους μεγαλοφυείς και πρωτότυπους συμβαίνει τούτο το πρωτοφανές: Είσαι Έλληνας, μιλάς ελληνικά, μένεις απ’ όταν γεννήθηκες σε ένα «σπίτι» με τον μπαμπά και τη μαμά σου, και μόλις πας στο σχολείο, σε πληροφορούν πως όλα αυτά τα ωραία χρόνια δεν ζούσες σπίτι σου, αλλά «εις μίαν οικίαν μετά του πατρός και της μητρός σου»…


Απόσπασμα : Οι Έλληνες, εμείς οι άποικοι της Ελλάδας – Της Λιλής Ζωγράφου






Δεν υπάρχουν σχόλια: