(0ι δύο πρώτες φωτογραφίες τραβήχθηκαν με κινητό)
Ανοίγει η βαριά ξύλινη πόρτα και βγαίνει μια παρέα, γαντζωμένοι ο ένας πάνω στον άλλον γελώντας και βροντοφωνάζοντας . Μόλις κατεβαίνουμε τα πρώτα σκαλοπάτια η οχλαγωγία μας κατακλύζει. Βρισκόμαστε στριμωγμένοι με δεκάδες ανθρώπους που συνομιλούν. Καταλήγουμε σε μια μεγάλη αίθουσα με πάγκους και ένα μικρό πάλκο μπροστά, με τρεις ξύλινες καρέκλες.
Το μπαρ αριστερά είναι ήδη γεμάτο . Έντονες μυρωδιές από χυμένο αλκοόλ πάνω στο ξύλο, τσιγάρο και γυναικείο άρωμα. Το ταβάνι χαμηλό. Κινούμαστε στο ημίφως και γλιστράμε σε έναν πάγκο, μαζί με άλλους να κάθονται γύρω μας. Μετά από διαπραγματεύσεις κρατάμε δύο ποτήρια Πέδρο Χιμένεθ και περιμένουμε με ανάμικτα συναισθήματα. Τα φώτα πίσω σβήνουν και η μικρή σκηνή φωτίζεται με ένα απαλό κίτρινο φώς. Εμφανίζονται δυο νεαροί κιθαρίστες. Μπαίνει και μια κοπέλα. Kάθεται ανάμεσά τους. Ακούγονται κάποιες σκόρπιες ελληνικές λέξεις από το πλήθος. Δεν είναι όμως έκπληξη, γιατί είμαστε παντού.
Η κοπέλα στο πάλκο αρχίζει τα ρυθμικά παλαμάκια και χτυπά τα πόδια της στο ξύλινο πάτωμα με πείσμα. Σταματούν όλοι να μιλούν μονομιάς. Η στεντόρεια φωνή της μας ξαφνιάζει. Μοιάζει με οργισμένο μοιρολόι. Από μια πλαϊνή πόρτα εμφανίζεται μια γυναίκα με τα μαλλιά πιασμένα πίσω, μαύρο μακρύ φόρεμα και παπούτσια με χοντρά τακούνια. Επιβλητική παρουσία. Σηκώνει με δύναμη τα χέρια ψηλά, τα ενώνει και αρχίζει ένα δυναμικό βηματισμό που συνοδεύει τα κρεσέντα στη φωνή της κοπέλας που κάθεται. Βγάζει το σάλι της, το γυρίζει σα σβούρα πάνω από το κεφάλι της και το πετάει με θυμό στο πάτωμα. Το βλέμμα της αυστηρό και αφοπλιστικό. Η ιστορία της Ανδαλουσίας μαζί με το πάθος της Κάρμεν καθρεφτίζονται στα αποκαλυπτικά μαύρα μάτια της. Αφήνει μια κραυγή και χάνεται στο σκοτάδι πίσω μας,
κι εμείς αφηνόμαστε στη μαγεία της περιθωριακής ατμόσφαιρας αυτού του υπογείου. Ξημερώματα φεύγουμε, νιώθοντας ακόμα τα βήματα στο ξύλινο πάτωμα να ηχούν μέσα μας.
Ανοίγει η βαριά ξύλινη πόρτα και βγαίνει μια παρέα, γαντζωμένοι ο ένας πάνω στον άλλον γελώντας και βροντοφωνάζοντας . Μόλις κατεβαίνουμε τα πρώτα σκαλοπάτια η οχλαγωγία μας κατακλύζει. Βρισκόμαστε στριμωγμένοι με δεκάδες ανθρώπους που συνομιλούν. Καταλήγουμε σε μια μεγάλη αίθουσα με πάγκους και ένα μικρό πάλκο μπροστά, με τρεις ξύλινες καρέκλες.
Το μπαρ αριστερά είναι ήδη γεμάτο . Έντονες μυρωδιές από χυμένο αλκοόλ πάνω στο ξύλο, τσιγάρο και γυναικείο άρωμα. Το ταβάνι χαμηλό. Κινούμαστε στο ημίφως και γλιστράμε σε έναν πάγκο, μαζί με άλλους να κάθονται γύρω μας. Μετά από διαπραγματεύσεις κρατάμε δύο ποτήρια Πέδρο Χιμένεθ και περιμένουμε με ανάμικτα συναισθήματα. Τα φώτα πίσω σβήνουν και η μικρή σκηνή φωτίζεται με ένα απαλό κίτρινο φώς. Εμφανίζονται δυο νεαροί κιθαρίστες. Μπαίνει και μια κοπέλα. Kάθεται ανάμεσά τους. Ακούγονται κάποιες σκόρπιες ελληνικές λέξεις από το πλήθος. Δεν είναι όμως έκπληξη, γιατί είμαστε παντού.
Η κοπέλα στο πάλκο αρχίζει τα ρυθμικά παλαμάκια και χτυπά τα πόδια της στο ξύλινο πάτωμα με πείσμα. Σταματούν όλοι να μιλούν μονομιάς. Η στεντόρεια φωνή της μας ξαφνιάζει. Μοιάζει με οργισμένο μοιρολόι. Από μια πλαϊνή πόρτα εμφανίζεται μια γυναίκα με τα μαλλιά πιασμένα πίσω, μαύρο μακρύ φόρεμα και παπούτσια με χοντρά τακούνια. Επιβλητική παρουσία. Σηκώνει με δύναμη τα χέρια ψηλά, τα ενώνει και αρχίζει ένα δυναμικό βηματισμό που συνοδεύει τα κρεσέντα στη φωνή της κοπέλας που κάθεται. Βγάζει το σάλι της, το γυρίζει σα σβούρα πάνω από το κεφάλι της και το πετάει με θυμό στο πάτωμα. Το βλέμμα της αυστηρό και αφοπλιστικό. Η ιστορία της Ανδαλουσίας μαζί με το πάθος της Κάρμεν καθρεφτίζονται στα αποκαλυπτικά μαύρα μάτια της. Αφήνει μια κραυγή και χάνεται στο σκοτάδι πίσω μας,
κι εμείς αφηνόμαστε στη μαγεία της περιθωριακής ατμόσφαιρας αυτού του υπογείου. Ξημερώματα φεύγουμε, νιώθοντας ακόμα τα βήματα στο ξύλινο πάτωμα να ηχούν μέσα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου