Η μοίρα ενός ανθρώπου που βιάζεται είναι να φτάνει αργοπορημένος κι εγώ σήμερα βιάζομαι πολύ! Έπρεπε ήδη να είμαι σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Διαλέγω ένα σύντομο δρόμο, μα την τύχη μου, πέφτω σε μετακόμιση. Βάζω όπισθεν αλλά πίσω μου έχουν έρθει καμιά δεκαπενταριά αυτοκίνητα με οδηγούς απ’ αυτούς που τους φωνάζεις "κάντε πίσω δεν περνάει" και σε κοιτούν πίσω από το παρμπρίζ με ύφος ασθενή μετά τη λοβοτομή.
Τηλεφωνώ εν εξάλλω για να πω ότι θα αργήσω, μου απαντά ο υπάλληλος με ένα "Ναιαι", σαν να είναι αλληγορία κάποιας βρισιάς και αμέσως αυθυποβάλλομαι για να αλλάξω ύφος μη και διακοπεί η κατά τ’ άλλα ανεπιτυχής επικοινωνία μας. Θα αναρωτηθείτε βέβαια τι υπηρεσία είναι αυτή που απαντάνε κιόλας. Ήξερα το εσωτερικό νούμερο και του την έσκασα!
Τελικά κάνει λίγο χώρο το φορτηγό μετά από τα τόσα κορναρίσματα, καβαλάμε το πεζοδρόμιο διαλύοντας το σαθρό κράσπεδο και φεύγουμε... Να μη μακρηγορώ, από το άγχος μου παραβιάζω ένα στοπ, και δεν σταματώ στο πορτοκαλί φανάρι ενώ αντιλαμβάνομαι ότι όταν θα περνώ τη διασταύρωση θα έχει ήδη γίνει κόκκινο. Οδηγώ παράνομα στον λεωφορειόδρομο για περίπου πέντε λεπτά και μπαίνω σφήνα μπροστά στο λεωφορείο της γραμμής για να μην με καθυστερήσει κι άλλο. Νιώθω ανακούφιση που το λεωφορείο δεν είναι τόσο ευέλικτο να με κυνηγήσει και κοιτάζοντας από τον καθρέφτη το βλέπω να μένει πίσω αλλά με την ορθάνοιχτη παλάμη του οδηγού να με χαιρετά συνοδευόμενη από κάτι ασυναρτησίες που δεν προλαβαίνω να ακούσω.
Μόλις φτάνω στον προορισμό μου συνειδητοποιώ πόσο καλός άνθρωπος πρέπει να είμαι για να βρω παρκάρισμα στην πρώτη γωνία. Πλησιάζοντας όμως βλέπω ότι έχει ράμπα…. μα αυτό δεν βαστάει η καρδιά μου να το κάνω. Περιπλανιέμαι στα στενά γυρίζοντας γύρω από το τετράγωνο έξι, επτά; φορές και βρίσκω αλλού χώρο να σταθμεύσω το αυτοκίνητο. Κατεβαίνω, μου φωνάζουν μέσα από μια έβγα να μη παρκάρω εκεί γιατί περιμένουν φορτηγό. Έ όχι! Ως εδώ η καλοσύνη. "Αποκλείεται" απαντάω με τόση οργή που η ευτραφής κυρία τρομάζει και μου λέει με σιγανή φωνή "καλά παιδί μου μόνο μην αργήσεις". "Παιδί" μου άλλο και τούτο σκέφτομαι.
Αναπάντεχο, αλλά η δουλειά μου διεκπεραιώνεται γρήγορα και πριν ξεπαρκάρω ζητώ συγνώμη στην γυναίκα και αγοράζω και κάτι. Θράσος! Η γυναίκα είναι λιγομίλητη και μαζεμένη, "άσε μην το ‘χει σκάσει από πουθενά, τόσα που γίνονται στις μέρες μας", θα σκέφτεται. Πληρώνω και φεύγω με το κεφάλι ψηλα αλά Δελαπατρίδης.
Επιστρέφω στο σπίτι μου, αλλά το άγχος έχει δώσει πλέον τη θέση του στη ντροπή. Ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και αναπόφευκτα κοιτάζομαι στον καθρέπτη. Διχάζομαι.
"Ντροπή σου" μου λέει μια φωνή. "Πόσες φορές παραβίασες τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας"; "Λίγες και τι έγινε, εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο"; απαντά μια άλλη. "Είσαι δημόσιος κίνδυνος τ’ ακούς; Έκανες όλα όσα κοροϊδεύεις"! "Αφού τίποτα δεν συνέβη άσε μας ήσυχους" απαντάει η άλλη. "Κι αν είχε συμβεί"; ρωτάει η πρώτη φωνή. "Σιγά" ξανααπαντά η άλλη, "ένα γέρο μόνο πήγαμε να φάμε, ποιος θα τον αναζητούσε την σημερινή εποχή";
"Μα τι κουβέντα είναι αυτή μέσα στο κεφάλι μου θα μου στρίψει"! Ανασύρω από τα βάθη του εαυτού μου την συνείδησή μου και φωνάζω "Φύγετε κι οι δυο, βεβαίως νιώθω ντροπή, τι να κάνω όμως τώρα πια, να πάρω τηλέφωνο την Τροχαία και να παραδοθώ";;;
Έτσι λοιπόν μετά από σκληρή μάχη με τον πολυπρόσωπο εαυτό μου, δεν τηλεφωνώ πουθενά παρά αποφασίζω να εξιλεωθώ εξιστορώντας τα κατορθώματά μου με πάσα ειλικρίνεια στο ιστολόγιο μου, που μεταξύ μας έχει και αντισηπτικές ιδιότητες γιατί απομακρύνει ως δια μαγείας όλους τους κινδύνους. Κανείς δεν ξέρει το όνομά μου, κανείς δεν θα με κοιτάξει στα μάτια, κανείς δεν θα με κυνηγήσει, πρόστιμο δεν θα πληρώσω...
Και θα φροντίσω να γράψω μια αφελή διήγηση που δεν θα συνταράξει τον κόσμο μήπως και βαρεθούν οι περισσότεροι να την διαβάσουν κι έτσι ανώδυνα να γλιτώσω :-)